- τραγωδοποιητής
- ὁ, ΜΑτραγωδοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + ποιητής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραγῳδοποιητής — tragic poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδοποιητήν — τραγῳδοποιητής tragic poet masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)